Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

Όταν η τραγωδία γίνεται τραγούδι ...

 

Ο έρωτας ο γητευτής

 

Όταν βλέπεις το τυρί, αλλά όχι την φάκα (γίνεσαι ο βάτραχος που βράζει)

 Αυτό που έρχεται, συμβαίνει ήδη σε μικρογραφία σε σχολεία της Σουηδίας:

Οι μαθητές έχουν σχολικές ταυτότητες που τους επιτρέπουν, να αγοράζουν σχολικά γεύματα, να έχουν πρόσβαση στα βιβλία της βιβλιοθήκης κλπ.

΄Ηδη όμως τους διαφημίζουν πόσο πιο εύκολο, βολικό και οικονομικό θα ήταν, αν οι ταυτότητες αυτές ήταν σε ψηφιακή μορφή.

Γιατί κάποια παιδιά έχει τύχει να τις χάσουν και πρέπει να εκδοθούν από την αρχή καινούργιες για να έχουν ξανά πρόσβαση στις υπηρεσίες του σχολείου τους...

Κανείς όμως δεν τους λέει στην παρούσα φάση, ότι ΚΑΙ τα κινητά μπορεί να χαθούν... Επομένως θα γίνει αδήριτη η ανάγκη, να χρησιμοποιηθεί κάτι πιο εξελιγμένο, που δε θα μπορούν, να το χάσουν ούτε να τους το κλέψουν...

Σαν τι; Μα τι άλλο από ένα τσιπάκι;

Ο βάτραχος σιγοβράζει και δεν το έχει πάρει χαμπάρι. Γιατί διαφορετικά θα πηδούσε έξω από την κατσαρόλα και θα έτρεχε να σωθεί...

Το τυράκι είναι εκεί και το βλέπουν όλοι. Τη φάκα όμως μόνο λίγοι. Γιατί άραγε;

Είχα αυτήν την απορία, όταν επέβαλλαν όλα αυτά τα χουντομέτρα "για το καλό μας" και μου την έλυσε ο π. Σάββας ο Αγιορείτης σε κάποιο βίντεό του, που έτυχε να παρακολουθήσω.

΄Ελεγε λοιπόν (σε ελεύθερη μετάφραση):

"Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι μορφωμένοι με πτυχία και μεταπτυχιακά να μη βλέπουν το ΨΕΜΑ (επιστημονικό και μη) που τους σερβίρουν και να έχουν καταπιεί αμάσητη όλη την προπαγάνδα;"

Και απαντούσε:

"Επειδή είναι μακριά από το Θεό και τους έχει σκοτίσει το νου ο διάβολος."

Δηλ. εμείς οι υπόλοιποι που είδαμε από την αρχή την παγίδα τι είμαστε; Τίποτα φωτισμένοι;

΄Οχι βέβαια!

΄Ισως όμως να έχουμε την ελάχιστη απαιτούμενη ταπείνωση που επιτρέπει στο Θεό να ρίξει έστω μια αχτίδα φωτός στο σκοτισμένο μυαλό μας...

΄Ισως είχαμε καθίσει και το είχαμε ψάξει λίγο το θέμα εδώ και χρόνια και γνωρίζουμε προς τα που οδηγούμαστε...

΄Ισως εμπιστευόμαστε περισσότερο το Θεό και τους προφήτες Του από την απιστήμη και τους εκπροσώπους της σατανοεξουσίας...

Ποιος ξέρει;

Ο αγώνας βέβαια θα είναι μακρύς και στην πορεία κάποιοι θα χαθούν. ΄Ισως να είμαστε κι εμείς οι ίδιοι. Γιατί τα δύσκολα δεν τα έχουμε δει ακόμα.

Νομίζουμε ότι νιώσαμε τι θα πει στέρηση, επειδή δεν πήγαμε για καφέ κάποιους μήνες ή επειδή στερηθήκαμε τις εξόδους και τα ταξίδια μας; Λίγοι μόνο στερήθηκαν ακόμα και τον άρτον τον επιούσιον (βλ. υγειονομικοί σε αναστολή).

Η πραγματική στέρηση είναι καθ' οδόν. ΄Οταν θα αναγκαστούμε να ζήσουμε χωρίς ρεύμα, χωρίς φαγητό, ίσως και χωρίς νερό...

΄Οταν το χρήμα θα καταργηθεί και όντες έξω από το σύστημα δε θα έχουμε καμιά δυνατότητα για συναλλαγές...

΄Οταν πλέον θα αντιμετωπίσουμε θέμα επιβίωσης και δε θα μπορούμε να θρέψουμε τα παιδιά μας...

Ακούω συχνά αν εμβ και αρνητές ψηφ ταυτ να λένε, ότι θα το πάνε μέχρι τέλους, ότι δε θα υποκύψουν σε τίποτα και σε κανέναν.

Και από τη μια χαίρομαι που βλέπω ανθρώπους αποφασισμένους να μείνουν με το Θεό πάση θυσία, από την άλλη διακρίνω μια περηφάνεια (😉 στα λεγόμενά τους και θυμάμαι τον Απόστολο Πέτρο που τρεις φορές αρνήθηκε το Χριστό.

Γνωρίζει κάποιος το λόγο που ο Κύριος επέτρεψε να Τον αρνηθεί ο μέγιστος των Αποστόλων;

Μας λύνει την απορία η "Αμαρτωλών Σωτηρία":

ΠΕΡΗΦΑΝΕΥΤΗΚΕ ο Πέτρος, όταν έλεγε ο Κύριος στους Αποστόλους, ότι θα Τον εγκατέλειπαν όλοι και θα Τον άφηναν στα χέρια των Ιουδαίων και εκείνος απάντησε:

"Και αν όλοι σε εγκαταλείψουν, εγώ δε σε αφήνω. Μπορώ ακόμα και να θανατωθώ για την αγάπη Σου".

Και γι' αυτήν του την περηφάνεια επέτρεψε ο Κύριος να Τον αρνηθεί τρεις φορές, για να πάρει ένα μάθημα και να ταπεινωθεί στη συνέχεια.

Δηλαδή τι θα έπρεπε να πει ο Πέτρος;

Να αφαιρέσει το Εγώ και να γίνει Εσύ... π.χ.

"Σε παρακαλώ Κύριε, βοήθησέ με τον αμαρτωλό και αδύναμο, να μη σε εγκαταλείψω."

Αν δεν κατανοήσουμε, ότι από μόνοι μας δεν είμαστε άξιοι για τίποτα, μπορεί κι εμείς να χαθούμε.

Ο Θεός να βάλει το χέρι Του..

Όταν ήδη σατανιστικές τελετές γίνονται ανοιχτά και με επισήμους πλέον, με την δική μας συμμετοχή, ήδη τα παραχωρήσαμε όλα!

Εγκαίνια τούνελ στην Σουηδία - Έναρξη αγώνων κοινοπολιτείας 2022.

Η κοσμική εξουσία είναι πλέον στα χέρια σατανιστών!

* Η έναρξη των αγώνων πριν από λίγο κατέβηκε από το youtube, όχι όμως από την πράξη και την αποδοχή της.

Οι Έλληνες διδάσκουν και ρυθμική γυμναστική

 Απίστευτο και όμως αληθινό !!!

Ομήρου Οδύσσεια : 

Ραψωδία Θ΄ _ στίχοι 370 - 380

«….Το Λαοδάμα τότε πρόσταξεν ο Αλκίνοος και τον Άλιο χορό να στήσουν μόνοι, τι ήξεραν την τέχνη κάλλιο απ΄ όλους. 

Κι εκείνοι πορφυρή στα χέρια τους, πανώρια επήραν σφαίρα, που τους την είχε φτιάσει ο Πόλυβος με τη σοφή του τέχνη, 

κι ο ένας απάνω ως τα βαθίσκιωτα τη σφεντονούσε νέφη, λυγώντας πίσω, κι ο άλλος εύκολα, ψηλά απ΄ τη γη πηδώντας, την έπιανε, πριχού τα πόδια του ξανά το χώμα αγγίξουν

Κι αφού δοκίμασαν την τέχνη τους στη σφαίρα που πετούσαν ίσια ψηλά, πήραν και χόρευαν στη γη την πολυθρόφα κι έκαναν χίλια δυο σακίσματα· χτυπούσαν παλαμάκια οι άλλοι στο αλώνι μέσα νιούτσικοι, κι ήταν ο αχός περίσσιος. Τότε ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος μιλούσε στον Αλκίνο: «Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, μες στο λαό σου ο πρώτος, στην τέχνη του χορού δεν έχετε το ταίρι σας — μου το ΄πες, μα τώρα το ΄δα με τα μάτια μου· σαστίζω που τους βλέπω!» 

Και εμείς σήμερα 2.800 χρόνια μετά σαστίζουμε …

Μετά την περιγραφή δείτε και την εφαρμογή σήμερα.

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

Κατά τον λαό και οι «άρχοντες»

   
Παρατηρώντας την βρώμικη χώρα μας και αναλογιζόμενος τις βρισιές που καθημερινά ρίχνουμε σε κυβερνώντες, αντιπολίτευση και όλους τους εξουσιάζοντες, σκέφτηκα το «κατά τον λαό και οι άρχοντες».

  Μήπως τελικά και πολύ μας πέφτουν αυτοί που εμείς εκλέξαμε. Μάλλον χειρότερους αξίζαμε.

  Σταματούμε σε οποιοδήποτε πάρκινγκ εθνικού δρόμου. Πρέπει να έχουμε μανταλάκι στην μύτη για να γλυτώσουμε την βρωμιά των προηγούμενων που σταμάτησαν.

  Κατεβαίνουμε σε παραλία οποιασδήποτε τουριστικής μας πόλης το πρωί.  Θα βρούμε τα απόβλητα όλων αυτών που έκαναν βραδινό πικ – νικ.

  Αν μας βγάλει ο δρόμος προς την «απολίτιστηΤουρκία» θα νιώσουμε ντροπή για την χώρα μας (σήμερα) και κυρίως για τον λαό μας.

 Περισσότερα

Τα πράγματα του Θεού είναι απλά.....

  Προοίμιο

  Είχα έναν φίλο τον μακαριστό τώρα Μοναχό Ονήσιμο (εν Αγίω Όρει). Αυτός πολύ συχνά έλεγε: "είδες πως μιλάει ο Θεός"; όταν γινόμαστε κοινωνοί με πράγματα που άνοιγαν δρόμους προς το Θείο.

  Αυτές τις μέρες προσπαθώ να καταλάβω την Πατερική Θεολογία του Πατρός Ιωάννου Ρωμανίδη. Εκεί που βρισκόμουν σε διαννοητικό βραχυκύκλωμα ήρθε η ανάρτηση του πατρός Δημητρίου Γεωργαντώνη που με ελευθέρωσε από την "Πατερική Θεολογία".

  Τον ευχαριστώ!

 Ιδού η μικρή του ιστορία. 

  "Ήταν πολύ κουραστικό αυτό το ταξίδι. Είχε, εξάλλου, πολύ καιρό να το κάνει. Θυμόταν τον εαυτό του στο Λύκειο, όταν πήγε να επισκεφτεί για τελευταία φορά τη γιαγιά του, την κυρα-Θοδόσαινα στα Τρόπαια της Γορτυνίας. Και τώρα, τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, να που ξαναπαίρνει τον ίδιο δρόμο. Τι τον έκανε να φύγει από την Αθήνα, τη «Βαβυλώνα τη μεγάλη»; Ούτε και ο ίδιος ήξερε.

 Πάντως ένα είναι σίγουρο, πως πνιγόταν. Πνιγόταν από τους φίλους, τα μαθήματα, τους γονείς, απ’ όλους. Ένιωθε πως κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν μπορούσε να γίνει κοινωνός στην αναζήτησή του για πλέρια αλήθεια και γνησιότητα. Κι αυτή ακόμη η χριστιανική του παρέα τον έπνιγε. Όλοι τους ήταν τακτοποιημένοι, όλοι τους είχαν ταμπουρωθεί πίσω από κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας και δεν έλεγαν να κουνηθούν από κει. Μα αυτός... Αυτός ήταν διαφορετικός.

 Δεν βολευόταν σε σχήματα και σε κουτάκια. Ήθελε να βιώσει τον Χριστιανισμό αληθινά, όχι κίβδηλα. Να μπει στο νόημα παρευθύς και όχι να καμαρώνεται τον ευσεβή. Εξάλλου, του φαινόταν τόσο απλοϊκό και ανόητο να υιοθετήσει μια τυποκρατική και ευσεβιστική χριστιανική βιωτή τη στιγμή που η ίδια του η επιστήμη, αλλά και η έμφυτη τάση του γι’ αναζήτηση, για ψάξιμο και ψηλάφηση του αληθινού τον ωθούσε προς μια άλλη ζωή. Μα, πόσο δύσκολο ήταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμή ένιωσε πως είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει...

- Πάω στη γιαγιά μου στα Τρόπαια, φώναξε μια μέρα στο σπίτι και αφήνοντας πίσω του φωνές για μαθήματα και εξετάσεις, μήτε ο ίδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στο λεωφορείο.

 Και να που ζύγωνε στο σπίτι της γιαγιάς του. Ντάλα ο ήλιος πάνω από το κεφάλι του κι από παντού να έρχονται χίλιες ευωδιές από την ανοιξιάτικη, αρκαδική φύση. Δεν πρόλαβε όμως ο άμοιρος να ρουφήξει λίγο βουνίσιο αέρα, όταν ακούστηκε η γνώριμη τσιριχτή φωνή της γειτόνισσας:

- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ήρθε ο Αλέκος! Την επόμενη στιγμή είδε να ξεπροβάλλει από το πλινθόκτιστο σπιτάκι η γιαγιά του σκουπίζοντας τα παχουλά της χέρια στην ποδιά της και λέγοντας:

- Καλώς τον πασά μου, καλώς τον γιόκα μου, καλώς ήρθες, Αλέκο μου! Κι αμέσως βρέθηκε στην αγκαλιά της. Τι ήταν αυτό; Σα να μπήκε σε λιμάνι απάνεμο, σα να του έφυγε όλη η αντάρα του μυαλού του.

 Ξαφνικά άδειασε και την αγκάλιασε κι αυτός.

- Καλώς σε βρήκα, γιαγιά.

- Κόπιασε, γιε μου, να ξαποστάσεις.

 Μόλις μπήκε στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τον συνεπήρε η μυρωδιά της σπανακόπιτας και του λιβανιού.

 Σίγουρα η γιαγιά είχε φουρνίσει από το πρωί ακόμη και είχε λιβανίσει το σπίτι τρεις- τέσσερις φορές.

 Πάλι λιβάνι γιαγιά;

- Α! Όλα κι όλα, άμα δεν κάνω τα θεοτικά μου τρεις φορές την ημέρα, δεν μπορώ να κοιμηθώ.

- Και σαν τι λες;

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ό,τι λέει η Σύνοψη.

- Και τα εννοείς;

- Γιέ μου, αυτά είναι μυστήρια του Θεού, ποιος να τα εννοήσει; Αλλά μη γνοιάζεσαι, σα δεν καταλαβαίνω εγώ, νογά ο Θεός και βλέπει τον κόπο μου, νογά κι ο Διάολος και καίγεται.

- Χμ, καλά τα λες, είπε συγκαταβατικά.

- Στάσου, να σου φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις την έβγαλα από το φούρνο. Κι έφυγε αμέσως για την κουζίνα, το βασίλειό της. Ο Αλέκος έμεινε μόνος του στο καθιστικό. Αισθανόταν άνετα και ζεστά εκεί, μολονότι ήξερε πως, εάν έκανε τη ζωή της γιαγιάς του σε τούτο το χωριό, σίγουρα θα τρελαινόταν. Η καημένη! Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά το Ευαγγέλιο δεν έλεγε να το αφήσει από τα χέρια της.

 Μέρα – νύχτα το διάβαζε. Όταν λέει «γιαγιά Μαριγώ» του ‘ρχεται πάντα η ίδια εικόνα στο μυαλό: Μια γριούλα παχουλή, με σφιχτοδεμένο κότσο να κάθεται στην πολυθρόνα και να διαβάζει το Ευαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχώς, η γιαγιά δεν ήξερε τίποτα από Φιλοσοφία. Θυμάται μια φορά που της ανέφερε τον Heidegger. Τον κοίταξε με τρόμο στα μάτια και είπε:

- Παναγιά μου, οι Γερμανοί, ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα μας! Η καημένη ήταν αδαής. Δεν αναζητούσε καμιά αλήθεια. Δεν σκοτιζόταν για καμιά ψυχολογική σχολή. Ο Αλέκος έριξε μια ματιά στον τοίχο, αμέτρητες εικόνες. Η γιαγιά είχε μαζέψει όλους τους Αγίους της οικογένειας. Κι όμως αρκούσε ένας σταυρός.

- Γιαγιά, τι τις θες τόσες εικόνες;

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Και πώς θα παρακαλέσω τον Αγιαλέξανδρο, σαν δεν έχω την εικόνα του; Άσε το άλλο, κάθε φορά που γιορτάζει Άγιος με εικόνα, το σπίτι έχει πανηγύρι. Άσε όμως αυτά, πες μου τα δικά σου, παλικάρι μου.

 Και τότε, άγνωστο γιατί, ο Αλέκος άνοιξε την καρδιά του όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ, ούτε στον πνευματικό του, ούτε και στους γέροντες στο Άγιον Όρος όπου βρισκόταν συχνά – πυκνά. Της είπε για τις αγωνίες του, τη βασανιστική του πορεία για ανεύρεση της αλήθειας, την προσπάθεια ελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της συμβατικότητας και του ηθικισμού, ώστε να ‘ρθει σε κοινωνία αληθινή με το πρόσωπο του πλησίον. Της είπε ακόμη για την αδυναμία του να σταθεί μπροστά στο Θεό χωρίς τη μάσκα του ευσεβή που τον στοιχειώνει από τα παιδικά του χρόνια. Της είπε, της είπε, της είπε... και τι δεν της είπε. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Η κυρα-Θοδόσαινα έκανε τον σταυρό της αργά – αργά και είπε:

 Μνήσθητί μου, Κύριε! Δεν κατάλαβα γρι. Μπερδεμένα μου τα λες, ματάκια μου. Και θαρρώ πως τα ‘χεις και στο μυαλό σου μπερδεμένα. Ευαγγέλιο διαβάζεις;

- Ορίστε;

- Εκκλησία πας;

- Δεν καταλαβαίνω ...

- Την προσευχή σου την κάμεις;

- Τι εννοείς, γιαγιά;

- Τον πλησίον σου τον συντρέχεις;

- Θαρρώ πως δε με κατάλαβες.

- Αχ παιδάκι μου, εσύ εννοείς να καταλάβεις πως τα πράγματα του Θεού είναι απλά. Δε χρειάζονται πολλές θεωρίες μήτε αξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τούτο χρειάζεται, να ξαστερώσεις από τις φιλοσοφίες και να πιαστείς από το ρούχο του Χριστού σαν εκείνη τη γυναίκα στο Ευαγγέλιο, να δεις πως τι λένε... την ξέχασα, δεν πειράζει. Τα άλλα όλα θα τα κανονίσει ο Χριστός. Είναι δικές του δουλειές.

Άσε Τον. Ξέρει τι κάνει.

 Δεν κάθισε πολύ στα Τρόπαια, στο σπίτι της γιαγιάς του. Μια – δυο μέρες. Ήταν αρκετές. Είδε πράγματα που θα τον συνόδευαν για πολύ καιρό. Είδε τη γιαγιά του να κάνει ατελείωτες μετάνοιες. Την είδε να συντρέχει τη χήρα με τα τρία βυζανιάρικα παιδιά. Την είδε να μαζεύει στο σπίτι της κάθε λογής κουρασμένο στρατοκόπο και να αποθέτει στα χέρια των φτωχών ολάκερη τη σύνταξη του μακαρίτη. Την είδε να κοινωνά την Κυριακή και να λάμπει σαν τον ήλιο όλη τη μέρα.

 Μυστήρια του Θεού! Σαν έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα στριμωγμένος σ' ένα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια (πεσκέσι της γιαγιάς) σκεφτόταν όσα έζησε τούτες τις λίγες μέρες. Μια μυρωδιά λιβανιού του 'ρθε στη μύτη και μια φωνή να του υπενθυμίζει: «Τα πράγματα του Θεού είναι απλά».

- Λες να 'ναι έτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!

 Ευχαριστίες στον Πατέρα Δημήτριο (εκεί στην νότια Λακωνία)