Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Πολιτισμός στο Λουτράκι

Παρασκευή 29/12/2015
Κατάμεστο με πάνω από 400 θεατές το Αλεξάνδρειο συνεδριακό κέντρο Λουτρακίου φιλοξένησε την πρωτοχρονιάτικη συναυλία της φιλαρμονικής Λουτρακίου, με αφιέρωμα στην "μουσική δυναστεία" των Strauss.
Την συναυλία παρουσίασε ο Αλέξης Κωστάλας.
Το εντυπωσιακό ήταν η καταπληκτική εκτέλεση της μουσικής του Strauss από την νεαρότατη φιλαρμονική ορχήστρα, υπό τον επίσης νεαρότατο αρχιμουσικό Πελοπίδα Μαυρόπουλο.
Η υποδοχή και θερμότατη συμμετοχή του κοινού ήταν εκπληκτική για μια συναυλία κλασσικής μουσικής σε μια επαρχιακή πόλη.
Η εντοπιότητα του Πελοπίδα, η μικρή ηλικία των μελών της φιλαρμονικής και οι αντιδράσεις του κοινού είναι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για τον τόπο μας.
Τελικά στο Λουτράκι "κάτι γίνεται", αν συνυπολογίσουμε και το έργο που παρουσιάζει ο "Ίβυκος" στον τομέα των παραδοσιακών χορών.
* Από το 21min παρακολουθείστε το τέλος με την εκπληκτική συμμετοχή των θεατών.
Περισσότερα

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Τι είναι η θρησκεία για το ΚΚΕ και cia;;;

Είναι το όπιο των λαών (ναρκωτικό με άλλα) λόγια, όπως έλεγαν και οι σύντροφοι Λένιν, Στάλιν κλπ. Οι δικοί μας όμως δεν εννοούν ακριβώς αυτό. Ως όπιο θεωρούν σίγουρα τον Χριστιανισμό, όχι όμως το Ισλάμ, το οποίο τιμούν και προωθούν με κάθε τρόπο (με πρόσχημα την αλληλεγγύη στους "πρόσφυγες")
Ο Σκουρλέτης απώθησε το Ευαγγέλιο όταν το πρόβαλε προς ασπασμόν ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων.
Την ίδια ώρα όμως τα συντρόφια του στα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ, υποδέχονταν μουσουλμανάκια να τους πουν τα κάλαντα (ποια κάλαντα άραγε, του Μωάμεθ), μοιράζοντας δώρα.
Επίσης οι άλλοι σύντροφοι, αυτοί οι ορθόδοξοι καλέ του ΚΚΕ (που φέρνουν λίγο και προς γιαχωβάδες), υποδέχονταν στα γραφεία του συνδικάτου οικοδόμων, μουσουλμάνους / νες με μαντίλες σύμβολα φανατισμού.
Πότε τελικά τα συντρόφια δεν ξέφυγαν από τον στόχο τους και τον ρόλο τους, που είναι μίσος για την Ελλάδα και τον Χριστιανισμό και λατρεία για τους νέους επιδοτούμενους εισβολείς.

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Είναι επικίνδυνοι μισέλληνες _ συριζα

Ο μισελληνισμός των συριζέων αποκαλύπτεται πλήρως.
Στη μια φωτογραφία ακούνε με χαρά τα κάλαντα (στην πραγματικότητα δεν τους ενδιέφεραν τα κάλαντα αλλά τα δώρα στους νέους τους υπηκόους) από μουσουλμανάκια και στην άλλη ο Σκουρλέτης απωθεί το Ευαγγέλιο που του προβάλλει προς προσκύνηση ο Αμβρόσιος.


Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ !!!

Μιά γιαγιά μπῆκε ξυπόλυτη στό λεωφορεῖο καί βρῆκε βοήθεια ἀπό αὐτόν πού κανείς δέν περίμενε…
Μέ τήν πρώτη ματιά ἔβλεπε κανείς ἁπλῶς μιά γριούλα…
Ἔσερνε τά βήματά της στό χιόνι,μόνη, παρατημένη, μέ σκυμμένο κεφάλι. Ὅσοι περνοῦσαν ἀπό τό πεζοδρόμιο τῆς πόλης ἀποτραβοῦσαν τό βλέμμα τους, γιά νά μή… θυμηθοῦν ὅτι τά βάσανα καί οἱ πόνοι δέ σταματοῦν, ὅταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα.
Ἕνα νέο ζευγάρι μιλοῦσε καί γελοῦσε μέ τά χέρια γεμάτα ἀπό ψώνια καί δῶρα καί δέν πρόσεξαν τή γριούλα.
Μιά μητέρα μέ δυό παιδιά βιάζονταν νά πᾶνε στό σπίτι τῆς γιαγιᾶς. Δέν ἔδωσαν προσοχή. Ἕνας παπάς εἶχε τό νοῦ του σέ οὐράνια θέματα καί δέν τήν πρόσεξε.
Ἄν πρόσεχαν ὅλοι αὐτοί, θά ἔβλεπαν ὅτι ἡ γριά δέ φοροῦσε παπούτσια.
Περπατοῦσε ξυπόλυτη στόν πάγο καί τό χιόνι. Μέ τά δυό της χέρια ἡ γριούλα μάζεψε τό χωρίς κουμπιά παλτό της στό λαιμό. Φοροῦσε ἕνα χρωματιστό φουλάρι στό κεφάλι· σταμάτησε στή στάση σκυφτή καί περίμενε τό λεωφορεῖο.
Ἕνας κύριος πού κρατοῦσε μία σοβαρή τσάντα περίμενε κι αὐτός στή στάση, ἀλλά κρατοῦσε μία ἀπόσταση.
Μιά κοπέλα περίμενε κι αὐτή, κοίταξε πολλές φορές τά πόδια τῆς γριούλας, δέ μίλησε. Ἦρθε τό λεωφορεῖο καί ἡ
γριούλα ἀνέβηκε ἀργά καί μέ δυσκολία. Κάθισε στό πλαϊνό κάθισμα, ἀμέσως πίσω ἀπό τόν ὁδηγό.
Ὁ κύριος καί ἡ κοπέλα πῆγαν βιαστικά πρός τά πίσω καθίσματα. Ὁ ἄντρας πού καθόταν δίπλα στή γριούλα στριφογύριζε στό κάθισμα κι ἔπαιζε μέ τά δάχτυλά του. «Γεροντική ἄνοια», σκέφτηκε.
Ὁ ὁδηγός εἶδε τά γυμνά πόδια καί σκέφτηκε: «Αὐτή ἡ γειτονιά βυθίζεται ὅλο καί πιό πολύ στή φτώχεια. Καλύτερα νά μέ βάλουν στήν ἄλλη γραμμή, τῆς λεωφόρου».
Ἕνα ἀγοράκι ἔδειξε τή γριά. «Κοίταξε, μαμά, αὐτή ἡ γριούλα εἶναι ξυπόλυτη».
Ἡ μαμά ταράχτηκε καί τοῦ χτύπησε τό χέρι. «Μή δείχνεις τούς ἀνθρώπους, Ἀντρέα! Δέν εἶναι εὐγενικό νά δείχνεις».
«Αὐτή θά ἔχει μεγάλα παιδιά», εἶπε μία κυρία πού φοροῦσε γούνα. «Τά παιδιά της πρέπει νά ντρέπονται».
Αἰσθάνθηκε ἀνώτερη, ἀφοῦ αὐτή φρόντισε τή μητέρα της. Μιά δασκάλα στή μέση του λεωφορείου στερέωσε τά δῶρα πού εἶχε στά πόδια της.
«Δέν πληρώνουμε ἀρκετούς φόρους, γιά νά ἀντιμετωπίζονται καταστάσεις σάν αὐτές;» εἶπε σέ μία φίλη της πού ἦταν δίπλα της.
«Φταῖνε οἱ δεξιοί», ἀπάντησε ἡ φίλη της. «Παίρνουν ἀπό τούς φτωχούς καί δίνουν στούς πλούσιους».
«Ὄχι, φταῖνε οἱ ἄλλοι», μπῆκε στή συζήτηση ἕνας ἀσπρομάλλης.«Μέ τά προγράμματα πρόνοιας κάνουν τούς πολίτες τεμπέληδες καί φτωχούς».
«Οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά μάθουν ν’ ἀποταμιεύουν», εἶπε ἕνας ἄλλος πού ἔμοιαζε μορφωμένος. «Ἄν αὐτή ἡ γριά
ἀποταμίευε ὅταν ἦταν νέα, δέ θά ὑπέφερε σήμερα».
Καί ὅλοι αὐτοί ἦταν ἱκανοποιημένοι γιά τήν ὀξύνοιά τους, πού ἔβγαλε τέτοια βαθιά ἀνάλυση.
Ἀλλά ἕνας ἔμπορος αἰσθάνθηκε προσβολή ἀπό τίς ἐξ ἀποστάσεως μουρμοῦρες τῶν συμπολιτῶν του.
Ἔβγαλε τό πορτοφόλι του καί τράβηξε ἕνα εἰκοσάρι. Περπάτησε στό διάδρομο καί τό ἔβαλε στό τρεμάμενο χέρι τῆς
γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν’ ἀγοράσεις παπούτσια».
Ἡ γριούλα τόν εὐχαρίστησε κι ἐκεῖνος γύρισε στή θέση του εὐχαριστημένος, πού ἦταν ἄνθρωπος τῆς δράσης.
Μιά καλοντυμένη κυρία τά πρόσεξε ὅλα αὐτά καί ἄρχισε νά προσεύχεται ἀπό μέσα της. «Κύριε, δέν ἔχω χρήματα. Ἀλλά μπορῶ ν’ ἀπευθυνθῶ σέ σένα. Ἐσύ ἔχεις μιά λύση γιά ὅλα. Ὅπως κάποτε ἔριξες τό μάννα ἐξ οὐρανοῦ, καί τώρα μπορεῖς νά δώσεις ὅ,τι χρειάζεται ἡ κυρούλα αὐτή γιά τά Χριστούγεννα».
Στήν ἑπόμενη στάση ἕνα παλικάρι μπῆκε στό λεωφορεῖο. Φοροῦσε ἕνα χοντρό μπουφάν, εἶχε ἕνα καφέ φουλάρι καί ἕνα μάλλινο καπέλο πού κάλυπτε καί τά αὐτιά του. Ἕνα καλώδιο συνέδεε τό αὐτί του μέ μιά συσκευή μουσικῆς.
Ὁ νέος κουνοῦσε τό σῶμα του μέ τή μουσική πού ἄκουγε. Πῆγε καί κάθισε ἀπέναντι στή γριούλα. Ὅταν εἶδε τά
ξυπόλυτα πόδια της, τό κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τά μάτια του πῆγαν ἀπό τά πόδια τῆς γιαγιᾶς στά δικά του.
Φοροῦσε ἀκριβά ὁλοκαίνουρια παπούτσια. Μάζευε λεφτά ἀρκετό καιρό γιά νά τά ἀγοράσει καί νά κάνει ἐντύπωση στήν παρέα. Τό παλικάρι ἔσκυψε καί ἄρχισε νά λύνει τά παπούτσια του.
Ἔβγαλε τά ἐντυπωσιακά παπούτσια καί τίς κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στή γριούλα. «Γιαγιά, βλέπω ὅτι δέν ἔχεις
παπούτσια. Ἐγώ ἔχω κι ἄλλα».
Προσεκτικά κι ἁπαλά σήκωσε τά παγωμένα πόδια καί τῆς φόρεσε πρῶτα τίς κάλτσες κι ὕστερα τά παπούτσια του. Ἡ γριούλα τόν εὐχαρίστησε συγκινημένη.
Τότε τό λεωφορεῖο ἔκανε πάλι στάση. Ὁ νέος κατέβηκε καί προχώρησε ξυπόλυτος στό χιόνι. Οἱ ἐπιβάτες μαζεύτηκαν στά παράθυρα καί τόν ἔβλεπαν καθώς βάδιζε πρός τό σπίτι του.
«Ποιός εἶναι;», ρώτησε ἕνας.
«Πρέπει νά εἶναι ἅγιος», εἶπε κάποιος.
«Πρέπει νά εἶναι ἄγγελος», εἶπε ἕνας ἄλλος.
«Κοίτα! Ἔχει φωτοστέφανο στό κεφάλι!» φώναξε κάποιος.
«Εἶναι ὁ Χριστός!» εἶπε ἡ εὐσεβής κυρία.
Ἀλλά τό ἀγοράκι, πού εἶχε δείξει μέ τό δάχτυλο τή γιαγιά, εἶπε:«Ὄχι,μαμά τόν εἶδα πολύ καλά. Ἦταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ…».

Ποιοι χανουκεύουν ;;;

Χανουκά: Εορτή των Εβραίων σε ανάμνηση νίκης τους σε μάχη εναντίον των Ελλήνων.
Ποιοι "Έλληνες" χαίρονται μαζί τους;;;
Ο Κουμουτσάκος ανάβει και κεράκι βαθιά συγκινημένος. Είναι η ΝΔ που έρχεται πάλι να μας σώσει.
Απολαύστε τους!
ΠΗΓΗ

Τα άλλα Χριστούγεννα

“Τά Χριστούγεννα ἑνός ἀγοριοῦ”
…Κάπου, κάποτε, ἀκριβῶς παραμονές Χριστουγέννων, συνέβη σέ μία τεράστια πόλη καί μέ τρομερή παγωνιά.
Ἔχω τήν ἐντύπωση, λοιπόν, ὅτι ὑπῆρχε στό ὑπόγειο ἕνα ἀγόρι, ὅμως πολύ μικρό ἀκόμα, ἔξι χρονῶν ἤ μπορεῖ καί μικρότερο. Αὐτό τό ἀγόρι ξύπνησε τό πρωί μέσα σέ ἕνα ὑγρό, κρύο ὑπόγειο. Φοροῦσε κάτι σάν ρομπάκι καί τουρτούριζε. Ἡ ἀνάσα του ἔβγαινε ἀπό τό στόμα του σάν ἄσπρος ἀχνός, κι ἐκεῖνο, καθισμένο πάνω σέ ἕνα σεντούκι στή γωνίτσα, διασκέδαζε παρατηρώντας την νά πετάει καί νά χάνεται.
Ὅμως, ἤθελε τόσο πολύ νά φάει κάτι. Εἶχε πλησιάσει κάμποσες φορές ἀπό τό πρωί τό σανιδένιο κρεβάτι, ὅπου πάνω σέ ἕνα λεπτό σάν φύλλο στρῶμα καί μέ ἕναν μπόγο γιά μαξιλάρι κειτόταν ἡ ἄρρωστη μητέρα του. Πῶς βρέθηκε ἄραγε ἐδῶ; Θά πρέπει νά ἦρθε μέ τό ἀγοράκι της ἀπό κάποια ἄλλη πόλη καί ἀρρώστησε ξαφνικά. Τήν ἰδιοκτήτρια τῶν κρεβατιῶν τήν εἶχαν συλλάβει δύο μέρες πρίν. Οἱ ἔνοικοι σκόρπισαν στά πόστα τους, λόγω γιορτῶν, κι ἕνας ἀκαμάτης πού ἔμεινε κειτόταν ἤδη μεθυσμένος τοῦ θανατά ὁλόκληρα εἰκοσιτετράωρα, χωρίς νά περιμένει κἄν τή γιορτή.
Στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ δωματίου βογκοῦσε μία ὀγδοντάχρονη γριούλα, πού ἔζησε κάποτε, κάπου, σάν γκουβερνάντα, καί τώρα πέθαινε μόνη, βογκώντας, μουρμουρίζοντας καί γκρινιάζοντας στό ἀγόρι, πού ἄρχισε νά φοβᾶται πιά νά πλησιάσει πρός τή γωνιά της. Κάπου σέ μία πεζούλα ἀνακάλυψε κάτι γιά νά πιεῖ, ἀλλά δέ βρῆκε οὔτε μία κόρα ψωμί γιά νά φάει, καί πήγαινε τώρα γιά δέκατη φορά νά ξυπνήσει τή μητέρα του. Τελικά, μέσα στό σκοτάδι ἐνίωσε νά φοβᾶται: εἶχε βραδιάσει ἐδῶ καί ὥρα, ἀλλά κανείς δέν ἄναψε φῶς.
Ψηλαφώντας τό πρόσωπο τῆς μαμᾶς του, παραξενεύτηκε πού ἐκείνη δέν κουνήθηκε καθόλου καί ἦταν τόσο παγωμένη ὅσο κι ὁ τοῖχος. «Πολύ κρύο κάνει ἐδῶ μέσα», σκέφτηκε, στάθηκε λίγο ἀκόμα, ξεχνώντας ἀσυναίσθητα τό χέρι του στόν ὦμο τῆς μακαρίτισσας, μετά χουχούλιασε τά δαχτυλάκια του, γιά νά τά ζεστάνει, καί ξαφνικά, ξετρυπώνοντας ἀπό τό κρεβάτι τό κασκετάκι του, σιγά σιγά, ψηλαφητά, βγῆκε ἀπό τό ὑπόγειο. Θά εἶχε φύγει νωρίτερα, ἀλλά φοβόταν ἐκεῖ πάνω στή σκάλα τό μεγάλο σκυλί πού στεκόταν ὁλημερίς ἔξω ἀπό τήν πόρτα τῶν γειτόνων. Ὅμως, τώρα πιά τό σκυλί δέν ἦταν ἐκεῖ, κι αὐτός βγῆκε γρήγορα στό δρόμο.
Θεέ μου, τί πόλη ἦταν αὐτή! Ποτέ ἄλλοτε δέν εἶχε δεῖ κάτι παρόμοιο. Ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἐρχόταν, τίς νύχτες πέφτει μαῦρο σκοτάδι, ἕνας φανοστάτης φωτίζει ὅλο τό δρόμο. Τά ξύλινα, χαμηλούτσικα σπιτάκια κλειδαμπαρώνονται μέ παντζούρια. Ἔξω, μέ τό πού θά πάρει νά σουρουπώνει, δέ θά δεῖς κανέναν —κλείνονται ὅλοι στά σπίτια τους, καί τό μόνο πού ἀκοῦς εἶναι τό οὐρλιαχτό ἀπό ὁλόκληρα κοπάδια σκυλιῶν, ἑκατοντάδες καί χιλιάδες ἀπό αὐτά ἀλυκτοῦν καί γαβγίζουν ὅλη τή νύχτα. Ὡστόσο, ἐκεῖ κάτω ἦταν τόσο ζεστά καί τοῦ ἔδιναν νά φάει, ἐνῶ ἐδῶ, ὤ Θεέ μου, ἄς ἔτρωγε μία στάλα! Καί τί θόρυβος καί φασαρία εἶναι αὐτή, πόσο φῶς καί πόσοι ἄνθρωποι, ἄλογα καί ἅμαξες, καί παγωνιά, παγωνιά! Παγωμένος ἀχνός βγαίνει ἀπό τά καταπονημένα ἄλογα, ἀπό τίς καυτές ἀνάσες τους. Κάτω ἀπό τό λιωμένο χιόνι βροντοκοποῦν πάνω στήν πέτρα τά πέταλά τους, κι ὅλοι σπρώχνονται τόσο καί, ὤ Θεέ μου, πόσο θέλει νά φάει, ἕνα κομματάκι ὁτιδήποτε ἔστω, καί τά δάχτυλα ἄρχισαν ξαφνικά νά πονᾶνε τόσο. Δίπλα του πέρασε τό ὄργανο τῆς τάξης πού ἔστρεψε ἀλλοῦ τό πρόσωπό του, γιά νά μή δεῖ τό μικρό.
Νά κι ἄλλος δρόμος, τόσο πλατύς! Ἐδῶ σίγουρα μποροῦν νά σέ ποδοπατήσουν. Πῶς φωνάζουν ὅλοι, πῶς τρέχουν καί τί φῶτα, τί φῶτα! Ὤ, αὐτό τί εἶναι; Ά, ἕνα μεγάλο τζάμι, καί πίσω ἀπό τό τζάμι ἕνα δωμάτιο, καί στό δωμάτιο ἕνα δέντρο ἴσαμε τό ταβάνι. Εἶναι ἕνα ἔλατο, καί πάνω στό ἔλατο τόσα φωτάκια, τόσα χρυσαφένια χαρτάκια καί μῆλα καί κουκλάκια καί μικρά ἀλογάκια. Πέρα δώθε στό δωμάτιο τρέχουν παιδιά, στολισμένα καί καθαρά, γελοῦν καί παίζουν καί κάτι τρῶνε καί πίνουν. Νά, τό κοριτσάκι ἐκεῖνο ἄρχισε νά χορεύει μέ τό ἀγοράκι, τί ὄμορφη κοπελίτσα! Ὁρίστε κι ἡ μουσική πού ἀκούγεται πίσω ἀπό τό τζάμι.
Κοιτάζει ὁ μικρός καί θαυμάζει, γελάει μάλιστα, τώρα τοῦ πονᾶνε ἤδη καί τά δαχτυλάκια τῶν ποδιῶν, ἐνῶ τῶν χεριῶν ἔγιναν πιά κατακόκκινα, δέν κλείνουν καί πονᾶνε ὅταν τά κουνάει. Ξάφνου τό ἀγόρι θυμήθηκε ὅτι τοῦ πονᾶνε τόσο πολύ τά δάχτυλα, ἔβαλε τά κλάματα καί συνέχισε τό δρόμο του, ἀλλά νά πού πάλι βλέπει, μέσα ἀπό ἕνα ἄλλο τζάμι, ἕνα ἄλλο δωμάτιο κι ἕνα δέντρο, καί στά τραπέζια πάνω γλυκίσματα κάθε εἴδους —ἀμυγδαλωτά, κόκκινα, κίτρινα, καί κάθονται ἐκεῖ τέσσερις πλούσιες κυρίες, πού δίνουν σέ ὅσους μπαίνουν γλυκά, κι ἀνοίγει γιά μία στιγμή ἡ πόρτα καί μπαίνουν ἀπ’ ἔξω κάμποσοι κύριοι. Πλησίασε στά κλεφτά ὁ μικρός, ἄνοιξε τήν πόρτα καί μπῆκε. Ὄχ, τί φωνές ἦταν αὐτές καί τί χειρονομίες!
Μία κυρία ἔτρεξε γρήγορα, τοῦ ἔβαλε στό χέρι ἕνα καπίκι καί τοῦ ἄνοιξε τήν πόρτα γιά νά βγεῖ. Πόσο φοβήθηκε ὁ μικρός! Τό καπίκι τοῦ ἔπεσε τήν ἴδια στιγμή καί κύλησε πάνω στά σκαλοπάτια, γιατί δέν μποροῦσε, βλέπετε, νά κλείσει τά κόκκινα δάχτυλά του καί νά τό σφίξει. Τό ἔβαλε στά πόδια ὁ μικρός κι ἔτρεξε, ὅσο πιό γρήγορα μποροῦσε, χωρίς νά ξέρει πρός τά ποῦ. Πάλι θέλει νά κλάψει, ἀλλά φοβᾶται, καί τρέχει, τρέχει χουχουλιάζοντας τά χεράκια του. Τότε τόν πιάνει μία θλίψη, γιατί ξαφνικά ἔνιωσε τόσο μόνος καί τόσο ἀπαίσια. Ὅμως, ξάφνου, Θεέ καί Κύριε! Τί εἶναι αὐτό πάλι; Ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων στέκεται καί κάτι κοιτάζει: σέ ἕνα παράθυρο, πίσω ἀπό τό τζάμι, τρεῖς κοῦκλες, μικρές, μέ κόκκινα καί πράσινα ρουχαλάκια, καί ἐντελῶς σάν ζωντανές!
Ἕνα γεροντάκι κάθεται καί σάν νά παίζει ἕνα μεγάλο βιολί, δύο ἄλλοι στέκονται ὄρθιοι καί παίζουν μικρότερα βιολιά, καί κουνᾶνε τά κεφάλια τους μέ ρυθμό, κι ἔπειτα κοιτᾶνε ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί τά χείλη τούς κουνιοῦνται, μιλᾶνε, πραγματικά μιλᾶνε, μόνο πού λόγω τοῦ τζαμιοῦ δέν ἀκούγονται. Στήν ἀρχή ὁ μικρός σκέφτηκε ὅτι εἶναι ζωντανοί, ἀλλά, μόλις κατάλαβε ὅτι εἶναι κοῦκλες, ἔβαλε τά γέλια. Δέν εἶχε δεῖ ποτέ τέτοιες κοῦκλες καί δέν ἤξερε κἄν ὅτι ὑπάρχουν τέτοιες! Τοῦ ἔρχεται νά κλάψει, ἀλλά εἶναι τόσο ἀστεῖες αὐτές οἱ κοῦκλες.
Ξάφνου τοῦ φάνηκε ὅτι κάποιος πίσω του τόν ἅρπαξε ἀπό τό ρομπάκι του: ἕνα ψηλό κακιωμένο ἀγόρι στάθηκε δίπλα του, τοῦ ἔδωσε μία καρπαζιά, τοῦ πέταξε τό κασκέτο καί τοῦ ἔχωσε μία κλοτσιά. Κυλίστηκε ὁ μικρός στό ἔδαφος, κάποιοι ἔβαλαν τίς φωνές, τά ἔχασε τότε, πετάχτηκε πάνω καί ὅπου φύγει φύγει, μέχρι πού ἔφτασε κάπου, ἄγνωστο ποῦ, σέ μία αὐλή, μία ἄγνωστη αὐλή. Στάθηκε νά πάρει ἀνάσα πίσω ἀπό ἕνα σωρό ξύλων. «Ἐδῶ δέ θά μέ βροῦν, εἶναι κατασκότεινα».
Κάθισε μαζεμένος, χωρίς νά μπορεῖ νά συνέλθει ἀπό τό φόβο, καί τότε ἀπρόσμενα, ἐντελῶς ἀπρόσμενα, ἐνίωσε τόσο εὐχάριστα: τά χεράκια καί τά ποδαράκια τοῦ σταμάτησαν νά πονᾶνε κι αἰσθάνθηκε μία τέτοια ζεστασιά, τέτοια ζεστασιά, σάν νά βρισκόταν δίπλα στή σόμπα. Νάτος, τρεμουλιάζει ὁλόκληρος, ἄχ, μά ναί, μοιάζει νά ἀποκοιμιέται! Τί ὡραῖα νά κοιμόταν ἐδῶ: «Θά κάτσω λίγο καί θά πάω νά δῶ πάλι τίς κοῦκλες», σκέφτηκε ὁ μικρός καί χαμογέλασε, φέρνοντάς τες στό μυαλό του, ἐντελῶς σάν ἀληθινές!… Ἀλλά τότε ἄκουσε τή μητέρα του νά τοῦ τραγουδάει ἕνα νανούρισμα. «Μαμάκα, κοιμᾶμαι, ἄχ, τί ὡραία κοιμᾶμαι ἐδῶ πέρα!»
«Πᾶμε σπίτι μου, στό χριστουγεννιάτικο δέντρο, ἀγοράκι», ψιθύρισε ἀπό πάνω του μία σιγανή φωνή.
Σκέφτηκε ὅτι θά ἦταν ἡ μητέρα του, ἀλλά ὄχι, δέν ἦταν. Ποιός εἶναι αὐτός πού τόν καλεῖ, δέν τόν βλέπει, ὅμως ναί, κάποιος ἔσκυψε πάνω του καί τόν ἀγκαλίασε μέσα στό σκοτάδι, καί ὁ μικρός του ἔτεινε τό χέρι καί… καί τότε, ὤ, τί φῶς! Ὤ, τί ἔλατο εἶναι αὐτό! Μά δέν εἶναι κἄν ἔλατο, τέτοια δέντρα δέν εἶχε ξαναδεῖ ποτέ! Ποῦ βρίσκεται τώρα; Ὅλα λάμπουν, ὅλα ἀκτινοβολοῦν καί γύρω τόσες κοῦκλες, ἀγοράκια καί κοριτσάκια, τόσο λαμπερά, ὅλο στριφογυρνᾶνε γύρω του, πετᾶνε, τόν φιλᾶνε, τόν πιάνουν ἀπό τό χέρι, τόν παίρνουν μαζί τους, ναί, τώρα πετάει κι ὁ ἴδιος, καί βλέπει τή μητέρα του νά τόν κοιτάζει καί νά τοῦ χαμογελάει τόσο χαρούμενη.
«Μαμά! Μαμά! Ἄχ, τί ὡραῖα πού εἶναι ἐδῶ, μαμά!» τῆς φωνάζει ὁ μικρός καί ξαναφιλιέται μέ τά παιδάκια καί θέλει νά τούς μιλήσει ἀμέσως γιά τίς κοῦκλες ἐκεῖνες πίσω ἀπό τό τζάμι. «Ποιά εἶστε ἐσεῖς, ἀγοράκια; Ποιές εἶστε ἐσεῖς, κοριτσάκια;» ρωτάει γελώντας καί ἀγκαλιάζοντάς τα.
«Αὐτό εἶναι τό Δέντρο τοῦ Χριστοῦ», τοῦ ἀπαντᾶνε. «Στό σπίτι τοῦ Χριστοῦ πάντα τή μέρα αὐτή ὑπάρχει ἕνα δέντρο γιά τά μικρά παιδάκια πού δέν ἔχουν δικά τους δέντρα…»
Ἔμαθε τότε ὅτι τά ἀγοράκια καί τά κοριτσάκια ἦταν παιδάκια σάν κι αὐτόν, πού κάποια ξεπάγιασαν μέσα στά καλαθάκια τους, ὅταν τά ἐγκατέλειψαν στά σκαλιά τῶν σπιτιῶν τῶν ἀξιωματούχων τῆς Πετρούπολης, ἄλλα πέθαναν στό βρεφοκομεῖο, κάποια τρίτα ξεψύχισαν πάνω στό στεγνό στῆθος τῆς μητέρας τους (τήν ἐποχή τοῦ λοιμοῦ τῆς Σαμάρας), καί κάποια ἄλλα ἔσκασαν στά βαγόνια τῆς τρίτης θέσης ἀπό τίς ἀναθυμιάσεις, κι ὅλα εἶναι τώρα ἐδῶ, ὅλα εἶναι τώρα ἄγγελοι, κοντά στόν Χριστό, κι Ἐκεῖνος, ἀνάμεσά τους, τούς ἁπλώνει τό χέρι καί τά εὐλογεῖ, ὅπως καί τίς ἁμαρτωλές μητέρες τους…
Ναί, οἱ μητέρες τῶν παιδιῶν στέκονται ἐδῶ δίπλα στήν ἀκρούλα καί κλαῖνε. Ὅλες ἀναγνωρίζουν τό ἀγοράκι τους ἤ τό κοριτσάκι τους, τό πλησιάζουν καί τό φιλᾶνε, τοῦ σκουπίζουν τά δάκρυα μέ τά χέρια τους καί τοῦ ζητᾶνε νά μήν κλαίει, γιατί ἐδῶ εἶναι καλά τώρα…
Κάτω, τό πρωί, οἱ ὁδοκαθαριστές βρῆκαν τό μικρό πτωματάκι τοῦ ξεπαγιασμένου ἀγοριοῦ πίσω ἀπό τά ξύλα. Ἀναζήτησαν καί τή μητέρα του… Ἐκείνη εἶχε πεθάνει νωρίτερα. Συναντήθηκαν κοντά στόν Κύριο καί Θεό, στούς οὐρανούς.
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι:
“Τά Χριστούγεννα ἑνός ἀγοριού”
Ἀπό τό ἡμερολόγιο τοῦ συγγραφέα



Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

Αυτοί είναι_ Μισέλληνες και αντίχριστοι!

Αγκαλιά με το Κοράνι, απωθούν το Ευαγγέλιο.
Δεν μολύνθηκε από το Ευαγγέλιο ο Σκουρλέτης. Μπροστά στο κοράνι όμως θα έκανε τούμπες.

Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Υπάρχουν "ταξικά" πρόστιμα;

Για να είμαστε δίκαιοι με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, πάει να κάνει και ένα καλό και πολλοί αρνούνται να το καταλάβουν.
Περί ταξικών προστίμων ο λόγος.
Μας λέει η κυβέρνηση δεν είναι δίκαιο για την ίδια παράβαση να πληρώνουν όλοι (πλούσιοι και φτωχοί) το ίδιο πρόστιμο.
Οι διαφωνούντες λένε ότι παροτρύνει τους φτωχούς να παρανομούν με μεγαλύτερη συχνότητα.
Όχι αδέλφια. Το υπάρχον πρόστιμο είναι πολύ μεγάλο για τους φτωχούς έτσι και αλλιώς. Δεν το μειώνουν ώστε να τους δώσουν κίνητρο στην παρανομία (παράδειγμα υπέρβαση του ορίου ταχύτητας).
Το αυξάνουν για τους πλούσιους. Αυτό το μέτρο γίνεται εμπόδιο για αυτούς να παρανομούν.
Γιατί με το σημερινό καθεστώς τι είναι πρόστιμο 500 ευρώ για έναν με μηνιαίο εισόδημα 10.000 ευρώ. Για αυτόν λοιπόν σήμερα δεν υπάρχει νόμος που να τον εμποδίζει στην παρανομία. Ο νόμος εμποδίζει μόνο τον φτωχό και θα συνεχίζει να τον εμποδίζει.

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Η σύγχρονη παιδοκτονία - SOS

Στον εσπερινό της Αγίας Βαρβάρας (την οποία σκότωσε ο ειδωλολάτρης πα - ΤΕΡΑΣ της) στην Σπάρτη, ο πατήρ Ανδρέας Μπολοβίνος (φιλόλογος - ιατρός και αρχιμανδρίτης στο Γύθειο) εκφώνησε λόγο πνευματικής οικοδομής.
Ο πατήρ Ανδρέας αποκάλυψε τους σύγχρονους παιδοκτόνους με μια συγκλονιστική ομιλία, πνευματικής οικοδομής και αφύπνισης όλων μας.
Ακούστε την προσεκτικά.
Η ομιλία!

Οι εκπρόσωποι της "δημοκρατίας" - καραγκιόζηδες

Τα σκηνικά της ξεφτίλας του Παπαδάκη και cia. 
Βέβαια ο καραγκιόζης δεν φταίει σε τίποτα. 
Ήταν αξιοπρεπέστατο πρόσωπο, μπροστά σε αυτά τα νούμερα που βρομίζουν τα σαλόνια των ηλιθίων, που εξακολουθούν και βλέπουν τηλεόραση.
*Η αλίευση της αθλιότητας έγινε από το διαδίκτυο.